μουσαφίρης — ο, θηλ. μουσαφίρισσα επισκέπτης που φιλοξενείται σε ένα σπίτι, φιλοξενούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. misafir] … Dictionary of Greek
αμαγάριστος — η, ο 1. αυτός που δεν μαγαρίστηκε, δεν λερώθηκε με κοπριά ή άλλες ακαθαρσίες, ο καθαρός 2. ο ηθικά άσπιλος, αμόλυντος 3. αυτός που δεν τόν έκλεψαν «κανένας μουσαφίρης δεν μάς άφησε αμαγάριστους» 4. αυτός που δεν κατέλυσε θρησκευτική νηστεία 5.… … Dictionary of Greek
αμπονάτος — η, ο τακτικός επισκέπτης, μουσαφίρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ενετ. abonato] … Dictionary of Greek
επίξενος — ἐπίξενος, ὁ (Α) [ξένος] 1. φιλοξενούμενος από άλλη χώρα, προσκεκλημένος, μουσαφίρης 2. (γενικά) ξένος 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιχθόνιος» … Dictionary of Greek
μουσαφιρλίκι — το 1. περιποίηση προς επισκέπτη, φιλοξενία 2. συν. στον πληθ. τα μουσαφιρλίκια οι επισκέψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσαφίρης + κατάλ. λίκι* (πρβλ. θεριακ λίκι)] … Dictionary of Greek
νταλκαβούκης — ο 1. παράσιτο, κόλακας, γελωτοποιός 2. αμόρφωτος, άξεστος 3. επισκέπτης που παρουσιάζεται κατά την ώρα τού φαγητού επίτηδες για να τον προσκαλέσουν να παρακαθήσει κι αυτός στο τραπέζι, ανεπιθύμητος μουσαφίρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dalkavuk] … Dictionary of Greek
ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
musafir — MUSAFÍR, Ă, musafiri, e, s.m. şi f. Persoană care vizitează pe cineva sau căreia i se oferă vremelnic ospitalitate; oaspete, invitat. [var.: mosafír, ă s.m. şi f.] – Din tc. misāfir. Trimis de ana zecheru, 18.10.2007. Sursa: DEX 98 MUSAFÍR s.… … Dicționar Român
ακαρτέρητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν περιμένουμε: Μας ήρθε μουσαφίρης ακαρτέρητος. 2. ανυπόμονος: Πάντα ήταν άνθρωπος ακαρτέρητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)